δυσδιαλυτος

δυσδιαλυτος
    δυσδιάλυτος
    δυσ-διάλῠτος
    2
    1) трудно разложимый
    

(τὰ σφόδρα συνεστηκότα Arst.)

    2) нерасторжимый, неразрывный, воен. который трудно прорвать
    

(τάξις Polyb.)

    3) с трудом разбиваемый или раскалываемый
    

(λίθῳ καὴ σιδήρῳ Plut.)

    4) непримиримый
    

(οἱ πικροί, sc. ἄνδρες Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "δυσδιαλυτος" в других словарях:

  • δυσδιάλυτος — hard to dissolve masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσδιάλυτος — η, ο (AM δυσδιάλυτος, ον) αυτός που δύσκολα διαλύεται («σκόνη δυσδιάλυτη στο νερό») αρχ. 1. (για έχθρες και διαφωνίες) αυτός που δύσκολα αίρεται ή τακτοποιείται …   Dictionary of Greek

  • δυσδιάλυτον — δυσδιάλυτος hard to dissolve masc/fem acc sg δυσδιάλυτος hard to dissolve neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσδιαλυτώτερα — δυσδιάλυτος hard to dissolve neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσδιαλύτοις — δυσδιάλυτος hard to dissolve masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσδιαλύτου — δυσδιάλυτος hard to dissolve masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσδιάλυτα — δυσδιάλυτος hard to dissolve neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσδιάλυτοι — δυσδιάλυτος hard to dissolve masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԴԺՈՒԱՐԱՔԱԿ — ( ) NBH 1 0620 Chronological Sequence: 6c, 13c ա.մ. δυσκαθαίρετος qui aegre destrui vel vinci potest, δυσδιάλυτος vix dissolubilis Զոր դժուարին է քակել. որում դժուար է քակտիլ, տապալիլ. եւ Դժուարալոյծ օրինակաւ. անխզելի. *Ցանկութիւն, եւ հեշտ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»